- καλλιεργία
- καλλιεργίᾱ , καλλιεργίαgood workfem nom/voc/acc dualκαλλιεργίᾱ , καλλιεργίαgood workfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλλιεργίᾳ — καλλιεργίᾱͅ , καλλιεργία good work fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιεργία — καλλιεργία, ἡ (AM) [καλλιεργώ] η καλή, η προσεγμένη εργασία μσν. ωφέλιμο έργο αρχ. η καλλιέργεια τής γης … Dictionary of Greek
καλλιεργίας — καλλιεργίᾱς , καλλιεργία good work fem acc pl καλλιεργίᾱς , καλλιεργία good work fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιεργίαν — καλλιεργίᾱν , καλλιεργία good work fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)